πηλίκου

πηλίκου
πηλίκος
how great
masc/neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • εκλογές — Με τον όρο αυτό ονομάζεται στο νεότερο συνταγματικό δίκαιο η διαδικασία επιλογής των αντιπροσωπευτικών οργάνων του κράτους και των οργάνων της τοπικής αυτοδιοίκησης, η οποία στηρίζεται στην ψήφο των πολιτών. Η διάδοση του θεσμού των ε.… …   Dictionary of Greek

  • διαιρετότητα — Όρος που αναφέρεται σε μία συγκεκριμένη ιδιότητα, η οποία αφορά ακέραιους αριθμούς και πολυώνυμα. Αν ν και μ είναι ακέραιοι αριθμοί, λέγεται ότι: ο ν είναι διαιρετός δια του μ, εάν (και μόνον εάν) υπάρχει ακέραιος ρ τέτοιος, ώστε να ισχύει: ν =… …   Dictionary of Greek

  • ολιγοφρενία — (Ιατρ.). Περιλαμβάνει μια μεγάλη ποικιλία καταστάσεων που διαφέρουν μεταξύ τους σε βαθμό, αιτία, παθολογία και, από κοινωνικής μορφωτικής άποψης, έχουν πάντως ως κοινό παρονομαστή πνευματική ανεπάρκεια, διάφορης βαρύτητας. Η μελέτη της ο. έφτασε… …   Dictionary of Greek

  • υπόλοιπο — το, Ν 1. αυτό που απομένει από ένα σύνολο («το υπόλοιπο θα τό φάω αύριο το πρωΐ») 2. μαθημ. ο αριθμός που προκύπτει από την πράξη τής αφαίρεσης δύο αριθμών 3. (στατ.) η ποσότητα που απομένει από την αφαίρεση δύο ποσοτήτων και που αποτελεί τη… …   Dictionary of Greek

  • απειροστικός λογισμός — Ένας από τους πιο βασικούς και δημιουργικούς κλάδους των μαθηματικών. Η προσφορά του στον ανθρώπινο πολιτισμό, ανεξάρτητα από τη γοητευτική ομορφιά των εννοιών και των μεθόδων του που αφορά τους επαΐοντες, είναι τεράστια. Γενικά, η οφειλή της… …   Dictionary of Greek

  • αριθμοδείκτες — Στη στατιστική είναι δοσμένοι οι λόγοι που προκύπτουν από τη διαίρεση του κάθε όρου μιας ακολουθίας με έναν ορισμένο από αυτούς και τον πολλαπλασιασμό έπειτα του κάθε πηλίκου με μια δύναμη του 10, συνήθως με το 100. Με τον τρόπο αυτό η στατιστική …   Dictionary of Greek

  • Ρουφίνι, Πάολο — (Ruffini, Βαλεντάνο, Βιτέρμα 1765 – Μοντένα 1822). Ιταλός μαθηματικός και γιατρός. Φημισμένος αλγεβριστής, έχει συνδέσει το όνομά του μεταξύ άλλων με το θεώρημα περί της μη επιλυσιμότητας των αλγεβρικών εξισώσεων πέραν του 4ου βαθμού με τη… …   Dictionary of Greek

  • τεστ ψυχολογικά — Ειδικές ψυχοδιαγνωστικές μέθοδοι, δηλαδή ιδιαίτεροι τύποι ψυχολογικής εξέτασης, που εφαρμόζονται στον άνθρωπο και κατ’ εξαίρεση και σε ζώα. Η αρχή στην οποία βασίζονται τα ψυχολογικά τεστ είναι πολύ απλή. Ο εξεταστής υποβάλλει έναν ή… …   Dictionary of Greek

  • υπόλοιπο — το 1. ό,τι υπολείπεται, ό,τι καθυστερείται, το απομεινάρι, το ρέστο: Έχουμε ένα μικρό υπόλοιπο στον μπακάλη. 2. το χρεωστικό ή πιστωτικό ποσό που απομένει σε κλείσιμο λογαριασμού. 3. το αποτέλεσμα της αφαίρεσης, η διαφορά: Εφτά από δέκα μας δίνει …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”